-
1 χερνής
χερνής (auch χέρνης accentuirt, wogegen Arcad. p. 97, 7 spricht), ῆτος, ὁ, der Arme, Dürftige, der von seiner Hände Arbeit lebt, der Taglöhner; auch adj., ἐν χερνῆσι δόμοις ναίω Eur. El. 205; χερνῆτα βίον ἔσχον Archi. 11 (VI, 39). – Nach Aristot. pol. 3, 4,12 auf χείρ zurückzuführen, doch scheint χῆρος, χηρεύω, careo nahe zu liegen.
-
2 χερνής
A poor, needy, ἐν χερνῆσι δόμοις <*>El.207 (lyr.);χερνῆτα βίον AP6.39
(Arch.); with fem. Subst., γυνὴ χ. Gal. ap. Orib.inc.22(6).13;χέρνης Hsch.
, butχερνής Hdn.
<*>.1.64; fem. [full] χερνῆσσα ib.1.250. (Acc. to Hsch. from χέρνα, ἡ poverty: but acc. to Arist.Pol. 1277a38 ὁ ζῶν ἀπὸ τῶν χειρῶν.)
См. также в других словарях:
χερνής — ῆτος, και χέρνης, ητος, και δωρ. τ. χερνάς, ᾱτος, ό, και τ. θηλ. χερνῆτις, ήτιδος, και χερνῆσσα, ήσσης, Α 1. αυτός που ζει από την εργασία τών χεριών του, χειρώνακτας, φτωχός (α. «γυνὴ χερνῆτις ἀληθής», Ομ. Ιλ. β. «οἱ χερνῆτες οὗτοι δ εἰσίν,… … Dictionary of Greek